ἐπεσβάλητε

ἐπεσβάλητε
ἐπεισβάλλω
throw into besides
aor subj act 2nd pl
ἐπεσβά̱λητε , ἐπεισβάλλω
throw into besides
aor subj act 2nd pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”